μπρού(ν)τζος

μπρού(ν)τζος
ο бронза

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μπρού(ν)τζος" в других словарях:

  • μπρού(ν)τζος — ο (Μ μπρούντζον και μπρόντζο, τὸ, και μπρούντζος, ὁ) κράμα χαλκού και κασσιτέρου, ορείχαλκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bronzo, πιθ. < λατ. Brundisium, λιμάνι τής Ιταλίας φημισμένο στους αρχαίους χρόνους για την παραγωγή τού μετάλλου αυτού] …   Dictionary of Greek

  • προύντζος — ο, Ν βλ. μπρού(ν)τζος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»